- λακτοσφαιρίνη
- ησφαιρίνη τού γάλακτος που, θερμαινόμενη, υφίσταται συγκόλληση.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και απόδοση στην ελλ. ως προς το β' συνθετικό, πρβλ. αγγλ. lactoglobulin < lact- (< λατ. lac, -tis «γάλα») + globulin (< λατ. globulus < globus «σφαίρα»), που αποδίδεται στην ελλ. με τη λ. σφαιρίνη].
Dictionary of Greek. 2013.